- ὄζει
- ὄζωsmellpres ind mp 2nd sgὄζωsmellpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek
Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 … Wikipedia
Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 … Deutsch Wikipedia
ελλύχνιο — το (AM ἐλλύχνιον) 1. φιτίλι τού λυχναριού 2. φρ. «ἐλλυχνίου ὄζει» (για πεζά ή ποιητικά κείμενα) είναι γραμμένο με πολύ κόπο (συνήθως χωρίς έμπνευση) στο φως τού λυχναριού … Dictionary of Greek
μεθάλλομαι — (Α) 1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.) 2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ ὃς κὲ σ ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ» Ομ. Ιλ.) 3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο)… … Dictionary of Greek